Translation meaning & definition of the word "deserter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επισκέπτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deserter
[Απελπισμένοσ]/dɛzərtər/
noun
1. A disloyal person who betrays or deserts his cause or religion or political party or friend etc.
- synonym:
- deserter ,
- apostate ,
- renegade ,
- turncoat ,
- recreant ,
- ratter
1. Ένα άπιστο άτομο που προδίδει ή εγκαταλείπει την αιτία ή τη θρησκεία του ή το πολιτικό κόμμα ή φίλο κ.λπ.
- συνώνυμο:
- λιποτάκτησ ,
- αποστάτης ,
- επαναπροσδιορίζω ,
- παλτό ,
- αναδημιουργών ,
- παλαβόσ
2. A person who abandons their duty (as on a military post)
- synonym:
- deserter ,
- defector
2. Ένα πρόσωπο που εγκαταλείπει το καθήκον τους (ας σε ένα στρατιωτικό ταχυδρομικό
- συνώνυμο:
- λιποτάκτησ ,
- αποστάτησ