Translation meaning & definition of the word "deserted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ερημοποιημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deserted
[Ερημοποιήθηκε]/dɪzərtɪd/
adjective
1. Forsaken by owner or inhabitants
- "Weed-grown yard of an abandoned farmhouse"
- synonym:
- abandoned ,
- derelict ,
- deserted
1. Εγκαταλείφθηκε από ιδιοκτήτη ή κατοίκους
- "Φυτική αυλή μιας εγκαταλελειμμένης αγροικίας"
- συνώνυμο:
- εγκαταλελειμμένος ,
- εγκαταλείπω ,
- έρημος
Examples of using
It's deserted.
Είναι έρημη.
By seven o'clock in the evening, the streets are deserted in this town.
Μέχρι τις επτά το βράδυ, οι δρόμοι είναι έρημοι σε αυτή την πόλη.
Tom deserted his wife and family.
Ο Τομ εγκατέλειψε τη γυναίκα και την οικογένειά του.