Translation meaning & definition of the word "dermatologist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δερματολόγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dermatologist
[Δερματολόγος]/dərmətɑləʤɪst/
noun
1. A doctor who specializes in the physiology and pathology of the skin
- synonym:
- dermatologist ,
- skin doctor
1. Ένας γιατρός που ειδικεύεται στη φυσιολογία και την παθολογία του δέρματος
- συνώνυμο:
- δερματολόγος ,
- γιατρός δέρματος