Translation meaning & definition of the word "deride" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραλλαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deride
[Διαταράσσω]/dɪraɪd/
verb
1. Treat or speak of with contempt
- "He derided his student's attempt to solve the biggest problem in mathematics"
- synonym:
- deride
1. Αντιμετωπίστε ή μιλήστε με περιφρόνηση
- "Εκτίμησε την προσπάθεια του μαθητή του να λύσει το μεγαλύτερο πρόβλημα στα μαθηματικά"
- συνώνυμο:
- εκτροχιαστεί