Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "dereliction" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποσπασματικότητα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Dereliction

[Αποπομπή]
/dɛrəlɪkʃən/

noun

1. A tendency to be negligent and uncaring

  • "He inherited his delinquency from his father"
  • "His derelictions were not really intended as crimes"
  • "His adolescent protest consisted of willful neglect of all his responsibilities"
    synonym:
  • delinquency
  • ,
  • dereliction
  • ,
  • willful neglect

1. Τάση να είσαι αμελής και αδιάφορος

  • "Κληρονόμησε την παραβατικότητά του από τον πατέρα του"
  • "Οι παραιτήσεις του δεν προορίζονταν πραγματικά ως εγκλήματα"
  • "Η έφηβη διαμαρτυρία του αποτελούνταν από εσκεμμένη παραμέληση όλων των ευθυνών του"
    συνώνυμο:
  • παραβατικότητα
  • ,
  • αποποίηση
  • ,
  • εσκεμμένη παραμέληση

2. Willful negligence

    synonym:
  • dereliction

2. Εσκεμμένη αμέλεια

    συνώνυμο:
  • αποποίηση