Translation meaning & definition of the word "derby" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ντέρμπι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Derby
[Ντέρμπι]/dərbi/
noun
1. A felt hat that is round and hard with a narrow brim
- synonym:
- bowler hat ,
- bowler ,
- derby hat ,
- derby ,
- plug hat
1. Ένα καπέλο που είναι στρογγυλό και σκληρό με ένα στενό χείλος
- συνώνυμο:
- καπέλο μπόουλινγκ ,
- μπόουλερ ,
- ντέρμπι καπέλο ,
- ντέρμπι ,
- βύσμα καπέλου