Translation meaning & definition of the word "deranged" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραλλαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deranged
[Διαταραγμένο]/dɪrenʤd/
adjective
1. Driven insane
- synonym:
- crazed ,
- deranged ,
- half-crazed
1. Τρελός
- συνώνυμο:
- τρελαίνομαι ,
- διαταραγμένος ,
- μισοτραγανίζω