Translation meaning & definition of the word "deprive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στέρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deprive
[Αποστερώ]/dɪpraɪv/
verb
1. Take away possessions from someone
- "The nazis stripped the jews of all their assets"
- synonym:
- deprive ,
- strip ,
- divest
1. Πάρτε μακριά τα υπάρχοντα από κάποιον
- "Οι ναζί απογύμνωσαν τους εβραίους από όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία"
- συνώνυμο:
- στερώ ,
- λωρίδα ,
- εκποιηθεί
2. Keep from having, keeping, or obtaining
- synonym:
- deprive
2. Να μην έχετε, να διατηρείτε ή να αποκτάτε
- συνώνυμο:
- στερώ
3. Take away
- synonym:
- deprive ,
- impoverish
3. Αφαιρώ
- συνώνυμο:
- στερώ ,
- φτωχοποιώ
Examples of using
The new law will deprive religious minorities of their right to vote.
Ο νέος νόμος θα στερήσει από τις θρησκευτικές μειονότητες το δικαίωμά τους να ψηφίσουν.