Translation meaning & definition of the word "deprivation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στέρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deprivation
[Στέρηση]/dɛprəveʃən/
noun
1. A state of extreme poverty
- synonym:
- privation ,
- want ,
- deprivation ,
- neediness
1. Μια κατάσταση ακραίας φτώχειας
- συνώνυμο:
- στέρηση ,
- θέλω ,
- ανάγκη
2. The disadvantage that results from losing something
- "His loss of credibility led to his resignation"
- "Losing him is no great deprivation"
- synonym:
- loss ,
- deprivation
2. Το μειονέκτημα που προκύπτει από την απώλεια κάτι
- "Η απώλεια της αξιοπιστίας του οδήγησε στην παραίτησή του"
- "Η απώλεια του δεν είναι μεγάλη στέρηση"
- συνώνυμο:
- απώλεια ,
- στέρηση
3. Act of depriving someone of food or money or rights
- "Nutritional privation"
- "Deprivation of civil rights"
- synonym:
- privation ,
- deprivation
3. Πράξη στέρησης κάποιου από τρόφιμα ή χρήματα ή δικαιώματα
- "Διατροφική στέρηση"
- "Στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων"
- συνώνυμο:
- στέρηση