Translation meaning & definition of the word "depression" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατάθλιψη" στην ελληνική γλώσσα
Depression
[Κατάθλιψη]noun
1. A mental state characterized by a pessimistic sense of inadequacy and a despondent lack of activity
- synonym:
- depression
1. Μια ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μια απαισιόδοξη αίσθηση ανεπάρκειας και μια αποθαρρυντική έλλειψη δραστηριότητας
- συνώνυμο:
- κατάθλιψη
2. A long-term economic state characterized by unemployment and low prices and low levels of trade and investment
- synonym:
- depression ,
- slump ,
- economic crisis
2. Ένα μακροπρόθεσμο οικονομικό κράτος που χαρακτηρίζεται από ανεργία και χαμηλές τιμές και χαμηλά επίπεδα εμπορίου και επενδύσεων
- συνώνυμο:
- κατάθλιψη ,
- πτώση ,
- οικονομική κρίση
3. A sunken or depressed geological formation
- synonym:
- natural depression ,
- depression
3. Ένας βυθισμένος ή καταθλιπτικός γεωλογικός σχηματισμός
- συνώνυμο:
- φυσική κατάθλιψη ,
- κατάθλιψη
4. Sad feelings of gloom and inadequacy
- synonym:
- depression
4. Θλιβερά συναισθήματα απέχθειας και ανεπάρκειας
- συνώνυμο:
- κατάθλιψη
5. A period during the 1930s when there was a worldwide economic depression and mass unemployment
- synonym:
- Depression ,
- Great Depression
5. Μια περίοδος κατά τη δεκαετία του 1930, όταν υπήρξε παγκόσμια οικονομική ύφεση και μαζική ανεργία
- συνώνυμο:
- Κατάθλιψη ,
- Μεγάλη κατάθλιψη
6. An air mass of lower pressure
- Often brings precipitation
- "A low moved in over night bringing sleet and snow"
- synonym:
- low ,
- depression
6. Μια μάζα αέρα χαμηλότερης πίεσης
- Συχνά φέρνει βροχόπτωση
- "Ένα χαμηλό πέρασμα τη νύχτα φέρνει χιονόνερο και χιόνι"
- συνώνυμο:
- χαμηλός ,
- κατάθλιψη
7. A state of depression and anhedonia so severe as to require clinical intervention
- synonym:
- depressive disorder ,
- clinical depression ,
- depression
7. Μια κατάσταση κατάθλιψης και ανηδονίας τόσο σοβαρή ώστε να απαιτεί κλινική παρέμβαση
- συνώνυμο:
- καταθλιπτική διαταραχή ,
- κλινική κατάθλιψη ,
- κατάθλιψη
8. A concavity in a surface produced by pressing
- "He left the impression of his fingers in the soft mud"
- synonym:
- depression ,
- impression ,
- imprint
8. Μια κοιλότητα σε μια επιφάνεια που παράγεται με πίεση
- "Άφησε την εντύπωση των δακτύλων του στην απαλή λάσπη"
- συνώνυμο:
- κατάθλιψη ,
- εντύπωση ,
- αποτύπωμα
9. Angular distance below the horizon (especially of a celestial object)
- synonym:
- depression
9. Γωνιακή απόσταση κάτω από τον ορίζοντα (ειδικά ενός ουράνιου αντικειμένου)
- συνώνυμο:
- κατάθλιψη
10. Pushing down
- "Depression of the space bar on the typewriter"
- synonym:
- depression
10. Σπρώχνω προς τα κάτω
- "Κατάθλιψη της γραμμής διαστήματος στη γραφομηχανή"
- συνώνυμο:
- κατάθλιψη