Translation meaning & definition of the word "depravity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταθερότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Depravity
[Διαφθορά]/dɪprævəti/
noun
1. Moral perversion
- Impairment of virtue and moral principles
- "The luxury and corruption among the upper classes"
- "Moral degeneracy followed intellectual degeneration"
- "Its brothels, its opium parlors, its depravity"
- "Rome had fallen into moral putrefaction"
- synonym:
- corruption ,
- degeneracy ,
- depravation ,
- depravity ,
- putrefaction
1. Ηθική διαστροφή
- Εξασθένιση της αρετής και των ηθικών αρχών
- "Η πολυτέλεια και η διαφθορά μεταξύ των ανώτερων τάξεων"
- "Ο ηλικιακός εκφυλισμός ακολούθησε τον πνευματικό εκφυλισμό"
- "Τα πορνεία του, τα σαλόνια του οπίου, η διαφθορά του"
- "Ο ρώμος είχε πέσει σε ηθική απογοήτευση"
- συνώνυμο:
- διαφθορά ,
- εκφυλισμός ,
- αποστροφή ,
- εξαχρείωση ,
- αποκατάσταση
2. A corrupt or depraved or degenerate act or practice
- "The various turpitudes of modern society"
- synonym:
- depravity ,
- turpitude
2. Μια διεφθαρμένη ή εξαπατημένη ή εκφυλισμένη πράξη ή πρακτική
- "Οι διάφορες αυστηρότητες της σύγχρονης κοινωνίας"
- συνώνυμο:
- εξαχρείωση ,
- αυστηρότητα