Translation meaning & definition of the word "depraved" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απομακρυσμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Depraved
[Απέλασε]/diprevd/
adjective
1. Deviating from what is considered moral or right or proper or good
- "Depraved criminals"
- "A perverted sense of loyalty"
- "The reprobate conduct of a gambling aristocrat"
- synonym:
- depraved ,
- perverse ,
- perverted ,
- reprobate
1. Αποκλίνουν από αυτό που θεωρείται ηθικό ή σωστό ή καλό ή καλό
- "Αποτυχημένοι εγκληματίες"
- "Μια διεστραμμένη αίσθηση πίστης"
- "Η αποδοκιμαστική συμπεριφορά ενός αριστοκράτη τυχερών παιχνιδιών"
- συνώνυμο:
- εξαπατηθεί ,
- διεστραμμένοσ ,
- αποδοκιμάζω