Translation meaning & definition of the word "deposit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατάθεση" στην ελληνική γλώσσα
Deposit
[Κατάθεση]noun
1. The phenomenon of sediment or gravel accumulating
- synonym:
- deposit ,
- sedimentation ,
- alluviation
1. Το φαινόμενο του ιζήματος ή του χαλικιού συσσωρεύεται
- συνώνυμο:
- κατάθεση ,
- καθίζηση ,
- προσχώσεισ
2. Matter that has been deposited by some natural process
- synonym:
- sediment ,
- deposit
2. Ύλη που έχει κατατεθεί από κάποια φυσική διαδικασία
- συνώνυμο:
- ίζημα ,
- κατάθεση
3. The natural process of laying down a deposit of something
- synonym:
- deposition ,
- deposit
3. Η φυσική διαδικασία της κατάθεσης ενός πράγματος
- συνώνυμο:
- εναπόθεση ,
- κατάθεση
4. Money deposited in a bank or some similar institution
- synonym:
- deposit ,
- bank deposit
4. Χρήματα που κατατίθενται σε μια τράπεζα ή κάποιο παρόμοιο ίδρυμα
- συνώνυμο:
- κατάθεση ,
- τραπεζική κατάθεση
5. A partial payment made at the time of purchase
- The balance to be paid later
- synonym:
- down payment ,
- deposit
5. Μερική πληρωμή που πραγματοποιήθηκε κατά τη στιγμή της αγοράς
- Το υπόλοιπο που πρέπει να πληρωθεί αργότερα
- συνώνυμο:
- προκαταβολή ,
- κατάθεση
6. Money given as security for an article acquired for temporary use
- "His deposit was refunded when he returned the car"
- synonym:
- deposit
6. Χρήματα που δίνονται ως ασφάλεια για ένα άρθρο που αποκτήθηκε για προσωρινή χρήση
- "Η κατάθεσή του επιστράφηκε όταν επέστρεψε το αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- κατάθεση
7. A payment given as a guarantee that an obligation will be met
- synonym:
- deposit
7. Πληρωμή που παρέχεται ως εγγύηση ότι θα εκπληρωθεί η υποχρέωση
- συνώνυμο:
- κατάθεση
8. A facility where things can be deposited for storage or safekeeping
- synonym:
- depository ,
- deposit ,
- depositary ,
- repository
8. Μια εγκατάσταση όπου τα πράγματα μπορούν να κατατεθούν για αποθήκευση ή φύλαξη
- συνώνυμο:
- αποθετήριο ,
- κατάθεση ,
- θεματοφύλακας
9. The act of putting something somewhere
- synonym:
- deposit ,
- deposition
9. Η πράξη του να βάζεις κάτι κάπου
- συνώνυμο:
- κατάθεση ,
- εναπόθεση
verb
1. Put, fix, force, or implant
- "Lodge a bullet in the table"
- "Stick your thumb in the crack"
- synonym:
- lodge ,
- wedge ,
- stick ,
- deposit
1. Βάλτε, διορθώστε, βάλτε ή εμφυτεύστε
- "Κατεβάστε μια σφαίρα στο τραπέζι"
- "Κολλήστε τον αντίχειρά σας στη ρωγμή"
- συνώνυμο:
- ενοικιάζω ,
- σφήνα ,
- κολλώ ,
- κατάθεση
2. Put into a bank account
- "She deposits her paycheck every month"
- synonym:
- deposit ,
- bank
2. Τοποθετήστε σε τραπεζικό λογαριασμό
- "Καταθέτει το μισθό της κάθε μήνα"
- συνώνυμο:
- κατάθεση ,
- τράπεζα
3. Put (something somewhere) firmly
- "She posited her hand on his shoulder"
- "Deposit the suitcase on the bench"
- "Fix your eyes on this spot"
- synonym:
- situate ,
- fix ,
- posit ,
- deposit
3. Βάλτε (κάτι κάπου) σταθερά
- "Έβαλε το χέρι της στον ώμο του"
- "Καταθέστε τη βαλίτσα στον πάγκο"
- "Στερεώστε τα μάτια σας σε αυτό το σημείο"
- συνώνυμο:
- τοποθετώ ,
- διορθώνω ,
- θέση ,
- κατάθεση