Translation meaning & definition of the word "deportation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόστρεψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deportation
[Απέλαση]/dipɔrteʃən/
noun
1. The act of expelling a person from their native land
- "Men in exile dream of hope"
- "His deportation to a penal colony"
- "The expatriation of wealthy farmers"
- "The sentence was one of transportation for life"
- synonym:
- exile ,
- deportation ,
- expatriation ,
- transportation
1. Η πράξη της απέλασης ενός ατόμου από τη γη του
- "Οι άνδρες στην εξορία ονειρεύονται την ελπίδα"
- "Η απέλασή του σε ποινική αποικία"
- "Ο εκπατρισμός των πλούσιων αγροτών"
- "Η ποινή ήταν μεταφορά για τη ζωή"
- συνώνυμο:
- εξορία ,
- απέλαση ,
- εκπατρισμός ,
- μεταφορά
2. The expulsion from a country of an undesirable alien
- synonym:
- deportation
2. Η απέλαση από μια χώρα ενός ανεπιθύμητου αλλοδαπού
- συνώνυμο:
- απέλαση