Translation meaning & definition of the word "deport" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόσπασμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deport
[Αποστρέφω]/dɪpɔrt/
verb
1. Behave in a certain manner
- "She carried herself well"
- "He bore himself with dignity"
- "They conducted themselves well during these difficult times"
- synonym:
- behave ,
- acquit ,
- bear ,
- deport ,
- conduct ,
- comport ,
- carry
1. Συμπεριφερθείτε με έναν συγκεκριμένο τρόπο
- "Έφερε τον εαυτό της καλά"
- "Βαρέθηκε με αξιοπρέπεια"
- "Διευθύνθηκαν καλά σε αυτές τις δύσκολες στιγμές"
- συνώνυμο:
- συμπεριφέρομαι ,
- αθωώνω ,
- αρκούδα ,
- απέλαση ,
- διεξάγω ,
- συμπληρώνω ,
- μεταφέρω
2. Hand over to the authorities of another country
- "They extradited the fugitive to his native country so he could be tried there"
- synonym:
- extradite ,
- deliver ,
- deport
2. Παραδώστε στις αρχές μιας άλλης χώρας
- "Εξέδωσαν τον φυγόδικο στην πατρίδα του για να δικαστεί εκεί"
- συνώνυμο:
- εκδίδω ,
- παραδίδω ,
- απέλαση
3. Expel from a country
- "The poet was exiled because he signed a letter protesting the government's actions"
- synonym:
- expatriate ,
- deport ,
- exile
3. Απελαύνονται από μια χώρα
- "Ο ποιητής εξορίστηκε επειδή υπέγραψε μια επιστολή διαμαρτυρόμενος για τις ενέργειες της κυβέρνησης"
- συνώνυμο:
- εκπατρίζω ,
- απέλαση ,
- εξορία
Examples of using
If I don't take care of all the bureaucratic issues, they'll simply deport me.
Αν δεν ασχοληθώ με όλα τα γραφειοκρατικά ζητήματα, θα με απελάσουν.