Translation meaning & definition of the word "deplore" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "διαπραγμάτευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deplore
[Αποδοκιμάζω]/dɪplɔr/
verb
1. Express strong disapproval of
- "We deplore the government's treatment of political prisoners"
- synonym:
- deplore
1. Εκφράστε ισχυρή απόρριψη
- "Λυπούμαστε για τη μεταχείριση των πολιτικών κρατουμένων" από την κυβέρνηση"
- συνώνυμο:
- αποδοκιμάζω
2. Regret strongly
- "I deplore this hostile action"
- "We lamented the loss of benefits"
- synonym:
- deplore ,
- lament ,
- bewail ,
- bemoan
2. Λυπάμαι πολύ
- "Λυπάμαι για αυτή την εχθρική πράξη"
- "Λυπούμαστε για την απώλεια οφελών"
- συνώνυμο:
- αποδοκιμάζω ,
- λυγμόσ ,
- πειράζω ,
- βήμοσ