Translation meaning & definition of the word "depict" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταδίκη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Depict
[Απεικονίζω]/dɪpɪkt/
verb
1. Show in, or as in, a picture
- "This scene depicts country life"
- "The face of the child is rendered with much tenderness in this painting"
- synonym:
- picture ,
- depict ,
- render ,
- show
1. Εμφάνιση ή όπως σε μια εικόνα
- "Αυτή η σκηνή απεικονίζει τη ζωή της χώρας"
- "Το πρόσωπο του παιδιού αποδίδεται με μεγάλη τρυφερότητα σε αυτόν τον πίνακα"
- συνώνυμο:
- εικόνα ,
- απεικονίζω ,
- αποδίδω ,
- εμφανίζω
2. Give a description of
- "He drew an elaborate plan of attack"
- synonym:
- describe ,
- depict ,
- draw
2. Δώστε μια περιγραφή του
- "Σχεδίασε ένα περίτεχνο σχέδιο επίθεσης"
- συνώνυμο:
- περιγράφω ,
- απεικονίζω ,
- παίρνω
3. Make a portrait of
- "Goya wanted to portray his mistress, the duchess of alba"
- synonym:
- portray ,
- depict ,
- limn
3. Φτιάχνω ένα πορτρέτο από
- "Ο γκόγια ήθελε να απεικονίσει την ερωμένη του, τη δούκισσα της άλμπα"
- συνώνυμο:
- απεικονίζω ,
- λιμν