Translation meaning & definition of the word "dependable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαρτώμενη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dependable
[Αξιόπιστος]/dɪpɛndəbəl/
adjective
1. Worthy of reliance or trust
- "A reliable source of information"
- "A dependable worker"
- synonym:
- reliable ,
- dependable
1. Αξίζει εμπιστοσύνη ή εμπιστοσύνη
- "Αξιόπιστη πηγή πληροφοριών"
- "Αξιόπιστος εργαζόμενος"
- συνώνυμο:
- αξιόπιστος
2. Worthy of being depended on
- "A dependable worker"
- "An honest working stiff"
- "A reliable sourcsfle of information"
- "He was true to his word"
- "I would be true for there are those who trust me"
- synonym:
- dependable ,
- honest ,
- reliable ,
- true(p)
2. Αξίζει να εξαρτάται από
- "Αξιόπιστος εργαζόμενος"
- "Μια ειλικρινής σκληρή δουλειά"
- "Ένα αξιόπιστο πληροφοριακό στοιχείοελληνικά"
- "Ήταν αληθινός στο λόγο του"
- "Θα ήμουν αληθινός γιατί υπάρχουν εκείνοι που με εμπιστεύονται"
- συνώνυμο:
- αξιόπιστος ,
- ειλικρινής ,
- αληθινό()
3. Consistent in performance or behavior
- "Dependable in one's habits"
- "A steady-going family man"
- synonym:
- dependable ,
- rock-steady ,
- steady-going
3. Συνεπής στην απόδοση ή τη συμπεριφορά
- "Εξαρτάται από τις συνήθειες κάποιου"
- "Ένας σταθερός οικογενειάρχης"
- συνώνυμο:
- αξιόπιστος ,
- βραχώδησ ,
- σταθεροποιημένη
4. Financially sound
- "A good investment"
- "A secure investment"
- synonym:
- dependable ,
- good ,
- safe ,
- secure
4. Οικονομικά ακούγεται
- "Μια καλή επένδυση"
- "Ασφαλής επένδυση"
- συνώνυμο:
- αξιόπιστος ,
- καλός ,
- ασφαλής ,
- ασφαλίζω
Examples of using
Tom's dependable.
Ο Τομ είναι αξιόπιστος.
He is a dependable boss.
Είναι ένα αξιόπιστο αφεντικό.
Tom's dependable.
Ο Τομ είναι αξιόπιστος.