Translation meaning & definition of the word "department" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαμέρισμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Department
[Τμήμα]/dɪpɑrtmənt/
noun
1. A specialized division of a large organization
- "You'll find it in the hardware department"
- "She got a job in the historical section of the treasury"
- synonym:
- department ,
- section
1. Εξειδικευμένος διαχωρισμός μεγάλου οργανισμού
- "Θα το βρείτε στο τμήμα υλικού"
- "Πήρε δουλειά στο ιστορικό τμήμα του υπουργείου οικονομικών"
- συνώνυμο:
- τμήμα
2. The territorial and administrative division of some countries (such as france)
- synonym:
- department
2. Η εδαφική και διοικητική διαίρεση ορισμένων χωρών (όπως η γαλλία)
- συνώνυμο:
- τμήμα
3. A specialized sphere of knowledge
- "Baking is not my department"
- "His work established a new department of literature"
- synonym:
- department
3. Μια εξειδικευμένη σφαίρα γνώσης
- "Το ψήσιμο δεν είναι το τμήμα μου"
- "Η δουλειά του δημιούργησε ένα νέο τμήμα λογοτεχνίας"
- συνώνυμο:
- τμήμα
Examples of using
Who manages this department?
Ποιος διαχειρίζεται αυτό το τμήμα?
The fire department has to be called out.
Η πυροσβεστική υπηρεσία πρέπει να κληθεί.
My mother went to the department store to do some shopping.
Η μητέρα μου πήγε στο πολυκατάστημα για να κάνει κάποια ψώνια.