Translation meaning & definition of the word "departed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφρασμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Departed
[Αποπέμφθηκε]/dɪpɑrtɪd/
noun
1. Someone who is no longer alive
- "I wonder what the dead person would have done"
- synonym:
- dead person ,
- dead soul ,
- deceased person ,
- deceased ,
- decedent ,
- departed
1. Κάποιος που δεν είναι πια ζωντανός
- "Αναρωτιέμαι τι θα έκανε ο νεκρός"
- συνώνυμο:
- νεκρός ,
- νεκρή ψυχή ,
- αποφεύγων ,
- αναχώρησε
adjective
1. Well in the past
- Former
- "Bygone days"
- "Dreams of foregone times"
- "Sweet memories of gone summers"
- "Relics of a departed era"
- synonym:
- bygone ,
- bypast ,
- departed ,
- foregone ,
- gone
1. Λοιπόν στο παρελθόν
- Πρώην
- "Άλλες μέρες"
- "Όνειρα προγενέστερων εποχών"
- "Γλυκές αναμνήσεις από τα περασμένα καλοκαίρια"
- "Αιτήματα μιας εποχής που αναχώρησε"
- συνώνυμο:
- περασμένοσ ,
- παραπλεύρωσ ,
- αναχώρησε ,
- προαναγγελθείσα ,
- είχε
2. Dead
- "He is deceased"
- "Our dear departed friend"
- synonym:
- asleep(p) ,
- at peace(p) ,
- at rest(p) ,
- deceased ,
- departed ,
- gone
2. Νεκρός
- "Είναι νεκρός"
- "Ο αγαπητός μας φίλος που αναχωρεί"
- συνώνυμο:
- κοιμισμέ()<TAG1> ,
- στην ειρήνη() ,
- στο υπόλοιπο () ,
- νεκρός ,
- αναχώρησε ,
- είχε
Examples of using
He departed from the old custom.
Έφυγε από το παλιό έθιμο.
He departed for London the day before yesterday.
Έφυγε για το Λονδίνο την προηγούμενη μέρα.