Translation meaning & definition of the word "deodorant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποσμητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deodorant
[Αποσμητικό]/dioʊdərənt/
noun
1. A toiletry applied to the skin in order to mask unpleasant odors
- synonym:
- deodorant ,
- deodourant
1. Μια τουαλέτα που εφαρμόζεται στο δέρμα για να καλύψει τις δυσάρεστες οσμές
- συνώνυμο:
- αποσμητικό
Examples of using
My new deodorant has me smelling like a beautiful woman.
Το νέο μου αποσμητικό με κάνει να μυρίζω σαν μια όμορφη γυναίκα.
My new deodorant has me smelling like a beautiful woman.
Το νέο μου αποσμητικό με κάνει να μυρίζω σαν μια όμορφη γυναίκα.