Translation meaning & definition of the word "dental" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οδοντιατρική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dental
[Οδοντιατρική]/dɛntəl/
noun
1. A consonant articulated with the tip of the tongue near the gum ridge
- synonym:
- alveolar consonant ,
- dental consonant ,
- alveolar ,
- dental
1. Ένα σύμφωνο που αρθρώνεται με την άκρη της γλώσσας κοντά στην κορυφογραμμή των ούλων
- συνώνυμο:
- κυψελοειδής σύμφωνο ,
- οδοντιατρική σύμφωνο ,
- κυψελιδική ,
- οδοντιατρική
adjective
1. Of or relating to the teeth
- "Dental floss"
- synonym:
- dental
1. Από ή σχετίζονται με τα δόντια
- "Οδοντικό νήμα"
- συνώνυμο:
- οδοντιατρική
2. Of or relating to dentistry
- "Dental student"
- synonym:
- dental
2. Από ή σχετικά με την οδοντιατρική
- "Οδοντιατρικός φοιτητής"
- συνώνυμο:
- οδοντιατρική