Translation meaning & definition of the word "dent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκηνή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dent
[Οδοντωτός]/dɛnt/
noun
1. An appreciable consequence (especially a lessening)
- "It made a dent in my bank account"
- synonym:
- dent
1. Μια αξιόλογη συνέπεια (ειδικά μια μείωση)
- "Έφτιαξε ένα βαθούλωμα στον τραπεζικό μου λογαριασμό"
- συνώνυμο:
- οδοντωτός
2. A depression scratched or carved into a surface
- synonym:
- incision ,
- scratch ,
- prick ,
- slit ,
- dent
2. Μια κατάθλιψη γδαρμένη ή σκαλισμένη σε μια επιφάνεια
- συνώνυμο:
- τομή ,
- γρατσουνιά ,
- τσιμπώ ,
- αποφλοιωμένοσ ,
- οδοντωτός
3. An impression in a surface (as made by a blow)
- synonym:
- dent ,
- ding ,
- gouge ,
- nick
3. Μια εντύπωση σε μια επιφάνεια (ας από ένα χτύπημα)
- συνώνυμο:
- οδοντωτός ,
- ντινγκ ,
- γκουζ ,
- νικ
verb
1. Make a depression into
- "The bicycle dented my car"
- synonym:
- indent ,
- dent
1. Κάντε μια κατάθλιψη
- "Το ποδήλατο έλουσε το αυτοκίνητό μου"
- συνώνυμο:
- περίπτωση ,
- οδοντωτός
Examples of using
Stopgap measures won't make a dent in drug addiction.
Τα μέτρα σταματήματος δεν θα κάνουν οδοντοστοιχία στον εθισμό στα ναρκωτικά.