Translation meaning & definition of the word "densely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πυκνά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Densely
[Πυκνά]/dɛnsli/
adverb
1. In a stupid manner
- "He had so rapaciously desired and so obtusely expected to find her alone"
- synonym:
- dumbly ,
- densely ,
- obtusely
1. Με ηλίθιο τρόπο
- "Είχε τόσο βιαστικά επιθυμητό και τόσο αμφίβολα περίμενε να τη βρει μόνη της"
- συνώνυμο:
- ανόητα ,
- πυκνά ,
- αμβλύτητα
2. In a concentrated manner
- "Old houses are often so densely packed that perhaps three or four have to be demolished for every new one built"
- "A thickly populated area"
- synonym:
- densely ,
- thickly
2. Με συγκεντρωμένο τρόπο
- "Τα παλιά σπίτια είναι συχνά τόσο πυκνά συσκευασμένα που ίσως τρία ή τέσσερα πρέπει να κατεδαφιστούν για κάθε νέο που χτίστηκε"
- "Μια πυκνοκατοικημένη περιοχή"
- συνώνυμο:
- πυκνά ,
- χοντρά
Examples of using
The South East region of England is densely populated.
Η Νοτιοανατολική περιοχή της Αγγλίας είναι πυκνοκατοικημένη.