Translation meaning & definition of the word "denote" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δηλωτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Denote
[Δενοποιεί]/dɪnoʊt/
verb
1. Be a sign or indication of
- "Her smile denoted that she agreed"
- synonym:
- denote
1. Είναι ένα σημάδι ή ένδειξη για
- "Το χαμόγελό της υποδηλώνει ότι συμφώνησε"
- συνώνυμο:
- δηλώνω
2. Have as a meaning
- "`multi-' denotes `many' "
- synonym:
- denote ,
- refer
2. Έχω ως νόημα
- "Πολλά-' δηλώνει `πολλά' "
- συνώνυμο:
- δηλώνω ,
- αναφέρω
3. Make known
- Make an announcement
- "She denoted her feelings clearly"
- synonym:
- announce ,
- denote
3. Γνωστοποιώ
- Κάνω μια ανακοίνωση
- "Αυτή υποδηλώνει τα συναισθήματά της καθαρά"
- συνώνυμο:
- ανακοινώνω ,
- δηλώνω
Examples of using
We use the symbol “⊂” to denote proper inclusion.
Χρησιμοποιούμε το σύμβολο “⊂”<TAG1> για να υποδηλώσουμε την κατάλληλη ένταξη.