Translation meaning & definition of the word "denigrate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποζημίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Denigrate
[Δενιγρώ]/dɛnəgret/
verb
1. Cause to seem less serious
- Play down
- "Don't belittle his influence"
- synonym:
- minimize ,
- belittle ,
- denigrate ,
- derogate
1. Αιτία να φαίνεται λιγότερο σοβαρή
- Παίζω
- "Μην υποτιμάτε την επιρροή του"
- συνώνυμο:
- ελαχιστοποιώ ,
- υποτιμώ ,
- δυσφημώ ,
- παρεκκλίνω
2. Charge falsely or with malicious intent
- Attack the good name and reputation of someone
- "The journalists have defamed me!" "the article in the paper sullied my reputation"
- synonym:
- defame ,
- slander ,
- smirch ,
- asperse ,
- denigrate ,
- calumniate ,
- smear ,
- sully ,
- besmirch
2. Χρεώστε ψευδώς ή με κακόβουλη πρόθεση
- Επιτεθείτε στο καλό όνομα και τη φήμη κάποιου
- "Οι δημοσιογράφοι με αψήφησαν!" "το άρθρο στην εφημερίδα κατέστρεψε τη φήμη μου"
- συνώνυμο:
- αψηφώ ,
- συκοφαντία ,
- ανακατώνω ,
- ασπείρω ,
- δυσφημώ ,
- συκοφαντώ ,
- επίχρισμα ,
- απολυμαντικόσ ,
- βελονιάζω