Translation meaning & definition of the word "dengue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δίκλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dengue
[Δάγκειο]/dɛng/
noun
1. An infectious disease of the tropics transmitted by mosquitoes and characterized by rash and aching head and joints
- synonym:
- dengue ,
- dengue fever ,
- dandy fever ,
- breakbone fever
1. Μολυσματική ασθένεια των τροπικών που μεταδίδονται από τα κουνούπια και χαρακτηρίζονται από εξάνθημα και πόνο στο κεφάλι και
- συνώνυμο:
- δάγκειο ,
- δάγκειος πυρετός ,
- πυρετός της πικραλίδας ,
- πυρετός των οστών