Translation meaning & definition of the word "denature" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απονομή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Denature
[Μνήμη]/dɪneʧər/
verb
1. Add nonfissionable material to (fissionable material) so as to make unsuitable for use in an atomic bomb
- synonym:
- denature
1. Προσθέστε μη παροπλισμένο υλικό σε (παροπλιζόμενο υλικό), ώστε να καταστεί ακατάλληλο για χρήση σε ατομική βόμβα
- συνώνυμο:
- μετουσιώνω
2. Modify (as a native protein) especially by heat, acid, alkali, or ultraviolet radiation so that all of the original properties are removed or diminished
- synonym:
- denature
2. Τροποποιήστε μια εγγενή πρωτεΐνη( ειδικά με θερμότητα, οξύ, αλκάλιο ή υπεριώδη ακτινοβολία, έτσι ώστε όλες οι αρχικές ιδιότητες να αφαιρεθούν
- συνώνυμο:
- μετουσιώνω
3. Make (alcohol) unfit for drinking without impairing usefulness for other purposes
- synonym:
- denature
3. Καταστήστε το (αλκοόλ) ακατάλληλο για κατανάλωση χωρίς να επηρεάσετε τη χρησιμότητα για άλλους σκοπούς
- συνώνυμο:
- μετουσιώνω