Translation meaning & definition of the word "den" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Den
[Ντεν]/dɛn/
noun
1. The habitation of wild animals
- synonym:
- lair ,
- den
1. Η κατοίκηση άγριων ζώων
- συνώνυμο:
- λέιντ ,
- ντεν
2. A hiding place
- Usually a remote place used by outlaws
- synonym:
- hideout ,
- hideaway ,
- den
2. Κρυψώνα
- Συνήθως ένα απομακρυσμένο μέρος που χρησιμοποιείται από τους παραβάτες
- συνώνυμο:
- απόκρυψη ,
- κρυφτό ,
- ντεν
3. A unit of 8 to 10 cub scouts
- synonym:
- den
3. Μια μονάδα από 8 έως 10 ανιχνευτές
- συνώνυμο:
- ντεν
4. A room that is comfortable and secluded
- synonym:
- den
4. Ένα δωμάτιο που είναι άνετο και απομονωμένο
- συνώνυμο:
- ντεν
Examples of using
The world is a den of crazies.
Ο κόσμος είναι ένας λίθος των τρελών.
The world is a den of crazies.
Ο κόσμος είναι ένας λίθος των τρελών.