Translation meaning & definition of the word "demotion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημητρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Demotion
[Καταστροφή]/dɪmoʊʃən/
noun
1. Act of lowering in rank or position
- synonym:
- demotion
1. Πράξη μείωσης της τάξης ή της θέσης
- συνώνυμο:
- υποβιβασμός
Examples of using
He's quite philosophical about his demotion.
Είναι αρκετά φιλοσοφικός για την υποβιβασμό του.