Translation meaning & definition of the word "demoralize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποδημία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Demoralize
[Αποθαρρύνω]/dɪmɔrəlaɪz/
verb
1. Corrupt morally or by intemperance or sensuality
- "Debauch the young people with wine and women"
- "Socrates was accused of corrupting young men"
- "Do school counselors subvert young children?"
- "Corrupt the morals"
- synonym:
- corrupt ,
- pervert ,
- subvert ,
- demoralize ,
- demoralise ,
- debauch ,
- debase ,
- profane ,
- vitiate ,
- deprave ,
- misdirect
1. Διαφθορά ηθικά ή από ασυνείδητο ή αισθησιασμό
- "Ντεμπάουτσε οι νέοι με κρασί και γυναίκες"
- "Ο σωκράτης κατηγορήθηκε για διαφθορά των νέων"
- "Οι σχολικοί σύμβουλοι ανατρέπουν τα μικρά παιδιά?"
- "Διαφθείρει τα ήθη"
- συνώνυμο:
- διαφθαρμένοσ ,
- διεστραμμένοσ ,
- υποτάσσω ,
- αποθαρρύνω ,
- ντεμπούτσα ,
- απομυθοποίηση ,
- βέβηλοσ ,
- βιτρώ ,
- αποδοκιμάζω ,
- ανακατεύθυνση
2. Lower someone's spirits
- Make downhearted
- "These news depressed her"
- "The bad state of her child's health demoralizes her"
- synonym:
- depress ,
- deject ,
- cast down ,
- get down ,
- dismay ,
- dispirit ,
- demoralize ,
- demoralise
2. Χαμηλώστε τα πνεύματα κάποιου
- Καταστρέφω
- "Αυτά τα νέα την καταπίεσαν"
- "Η κακή κατάσταση της υγείας του παιδιού της την αποθαρρύνει"
- συνώνυμο:
- καταθλίπτω ,
- αποβάλλω ,
- ρίχνω κάτω ,
- κατεβαίνω ,
- απογοητευτικός ,
- αποθαρρύνω
3. Confuse or put into disorder
- "The boss's behavior demoralized everyone in the office"
- synonym:
- demoralize
3. Μπερδεύετε ή τοποθετείστε το σε διαταραχή
- "Η συμπεριφορά του αφεντικού αποθάρρυνε όλους στο γραφείο"
- συνώνυμο:
- αποθαρρύνω