Translation meaning & definition of the word "demographic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημογραφικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Demographic
[Δημογραφικόσ]/dɛməgræfɪk/
noun
1. A statistic characterizing human populations (or segments of human populations broken down by age or sex or income etc.)
- synonym:
- demographic
1. Μια στατιστική που χαρακτηρίζει ανθρώπινους πληθυσμούς (ή τμήματα ανθρώπινων πληθυσμών κατανεμημένα κατά ηλικία ή φύλο ή εισόδημα
- συνώνυμο:
- δημογραφικός
adjective
1. Of or relating to demography
- "Demographic surveys"
- synonym:
- demographic
1. Από ή σχετίζονται με τη δημογραφία
- "Δημογραφικές έρευνες"
- συνώνυμο:
- δημογραφικός