Translation meaning & definition of the word "demise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απαίτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Demise
[Αποθαρρύνω]/dɪmaɪz/
noun
1. The time when something ends
- "It was the death of all his plans"
- "A dying of old hopes"
- synonym:
- death ,
- dying ,
- demise
1. Η στιγμή που κάτι τελειώνει
- "Ήταν ο θάνατος όλων των σχεδίων του"
- "Πεθαίνει από παλιές ελπίδες"
- συνώνυμο:
- θάνατος ,
- πεθαίνοντας ,
- αποθαρρύνω
verb
1. Transfer by a lease or by a will
- synonym:
- demise
1. Μεταφορά με μίσθωση ή με διαθήκη
- συνώνυμο:
- αποθαρρύνω