Translation meaning & definition of the word "demented" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρωματισμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Demented
[Απαλλαγμένος]/dɪmɛntɪd/
adjective
1. Affected with madness or insanity
- "A man who had gone mad"
- synonym:
- brainsick ,
- crazy ,
- demented ,
- disturbed ,
- mad ,
- sick ,
- unbalanced ,
- unhinged
1. Επηρεάζεται από την τρέλα ή την τρέλα
- "Ένας άνθρωπος που είχε τρελαθεί"
- συνώνυμο:
- εγκέφαλοσ ,
- τρελός ,
- αποσυμπιεσμένοσ ,
- ενοχλημένος ,
- άρρωστος ,
- ανισόρροποσ ,
- αστείρευτοσ
Examples of using
She's demented.
Είναι απατηλή.
She's demented.
Είναι απατηλή.
She's demented.
Είναι απατηλή.