Translation meaning & definition of the word "demanding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απαίτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Demanding
[Απαιτώντασ]/dɪmændɪŋ/
adjective
1. Requiring more than usually expected or thought due
- Especially great patience and effort and skill
- "Found the job very demanding"
- "A baby can be so demanding"
- synonym:
- demanding
1. Απαιτεί περισσότερα από τα συνήθως αναμενόμενα ή τα οφειλόμενα από σκέψη
- Ιδιαίτερα μεγάλη υπομονή και προσπάθεια και ικανότητα
- "Βρήκα τη δουλειά πολύ απαιτητική"
- "Ένα μωρό μπορεί να είναι τόσο απαιτητικό"
- συνώνυμο:
- απαιτητικός