Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "demand" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζήτηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Demand

[Ζήτηση]
/dɪmænd/

noun

1. An urgent or peremptory request

  • "His demands for attention were unceasing"
    synonym:
  • demand

1. Επείγον ή απαραίτητο αίτημα

  • "Οι απαιτήσεις του για προσοχή ήταν αδιάλειπτες"
    συνώνυμο:
  • ζήτηση

2. The ability and desire to purchase goods and services

  • "The automobile reduced the demand for buggywhips"
  • "The demand exceeded the supply"
    synonym:
  • demand

2. Η ικανότητα και η επιθυμία να αγοράσουν αγαθά και υπηρεσίες

  • "Το αυτοκίνητο μείωσε τη ζήτηση για πλοία"
  • "Η ζήτηση ξεπέρασε την προσφορά"
    συνώνυμο:
  • ζήτηση

3. Required activity

  • "The requirements of his work affected his health"
  • "There were many demands on his time"
    synonym:
  • requirement
  • ,
  • demand

3. Απαιτούμενη δραστηριότητα

  • "Οι απαιτήσεις της δουλειάς του επηρέασαν την υγεία του"
  • "Υπήρχαν πολλές απαιτήσεις στην εποχή του"
    συνώνυμο:
  • απαίτηση
  • ,
  • ζήτηση

4. The act of demanding

  • "The kidnapper's exorbitant demands for money"
    synonym:
  • demand

4. Η πράξη του απαιτητικού

  • "Ο υπερβολικός απαιτών του απαγωγέα"
    συνώνυμο:
  • ζήτηση

5. A condition requiring relief

  • "She satisfied his need for affection"
  • "God has no need of men to accomplish his work"
  • "There is a demand for jobs"
    synonym:
  • need
  • ,
  • demand

5. Μια κατάσταση που απαιτεί ανακούφιση

  • "Εκπλήρωσε την ανάγκη του για στοργή"
  • "Ο θεός δεν έχει ανάγκη από ανθρώπους να εκπληρώσουν το έργο του"
  • "Υπάρχει ζήτηση για θέσεις εργασίας"
    συνώνυμο:
  • ανάγκη
  • ,
  • ζήτηση

verb

1. Request urgently and forcefully

  • "The victim's family is demanding compensation"
  • "The boss demanded that he be fired immediately"
  • "She demanded to see the manager"
    synonym:
  • demand

1. Ζητήστε επειγόντως και δυναμικά

  • "Η οικογένεια του θύματος απαιτεί αποζημίωση"
  • "Το αφεντικό απαίτησε να απολυθεί αμέσως"
  • "Ζήτησε να δει τον διευθυντή"
    συνώνυμο:
  • ζήτηση

2. Require as useful, just, or proper

  • "It takes nerve to do what she did"
  • "Success usually requires hard work"
  • "This job asks a lot of patience and skill"
  • "This position demands a lot of personal sacrifice"
  • "This dinner calls for a spectacular dessert"
  • "This intervention does not postulate a patient's consent"
    synonym:
  • necessitate
  • ,
  • ask
  • ,
  • postulate
  • ,
  • need
  • ,
  • require
  • ,
  • take
  • ,
  • involve
  • ,
  • call for
  • ,
  • demand

2. Απαιτήστε το ως χρήσιμο, δίκαιο ή σωστό

  • "Χρειάζεται θάρρος για να κάνει αυτό που έκανε"
  • "Η επιτυχία συνήθως απαιτεί σκληρή δουλειά"
  • "Αυτή η δουλειά ζητά πολλή υπομονή και ικανότητα"
  • "Αυτή η θέση απαιτεί πολλές προσωπικές θυσίες"
  • "Αυτό το δείπνο απαιτεί ένα εντυπωσιακό επιδόρπιο"
  • "Η παρέμβαση αυτή δεν υποστηρίζει τη συγκατάθεση του ασθενούς"
    συνώνυμο:
  • απαιτώ
  • ,
  • ρωτώ
  • ,
  • ανάγκη
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • περιλαμβάνω
  • ,
  • καλώ
  • ,
  • ζήτηση

3. Claim as due or just

  • "The bank demanded payment of the loan"
    synonym:
  • demand
  • ,
  • exact

3. Αξίωση ως οφειλόμενη ή δίκαιη

  • "Η τράπεζα ζήτησε την πληρωμή του δανείου"
    συνώνυμο:
  • ζήτηση
  • ,
  • ακριβής

4. Lay legal claim to

    synonym:
  • demand

4. Να διεκδικήσει νομικά

    συνώνυμο:
  • ζήτηση

5. Summon to court

    synonym:
  • demand

5. Καλώ στο δικαστήριο

    συνώνυμο:
  • ζήτηση

6. Ask to be informed of

  • "I demand an explanation"
    synonym:
  • demand

6. Ζητήστε να ενημερωθείτε για

  • "Ζητώ μια εξήγηση"
    συνώνυμο:
  • ζήτηση

Examples of using

The demand made the offer.
Η ζήτηση έκανε την προσφορά.
I only demand your complete loyalty.
Απαιτώ μόνο την απόλυτη πίστη σας.
Englishmen will never be slaves. They will always be free to do what the government and public opinion demand from them.
Οι Άγγλοι δεν θα γίνουν ποτέ σκλάβοι. Θα είναι πάντα ελεύθεροι να κάνουν αυτό που η κυβέρνηση και η κοινή γνώμη απαιτούν από αυτούς.