Translation meaning & definition of the word "demagogy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημαγωγία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Demagogy
[Δημαγωγία]/dɛməgɑʤi/
noun
1. Impassioned appeals to the prejudices and emotions of the populace
- synonym:
- demagoguery ,
- demagogy
1. Το παθιασμένο απευθύνεται στις προκαταλήψεις και τα συναισθήματα του πληθυσμού
- συνώνυμο:
- δημαγωγία