Translation meaning & definition of the word "deluxe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολυτελής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deluxe
[Πολυτελής]/dələks/
adjective
1. Rich and superior in quality
- "A princely sum"
- "Gilded dining rooms"
- synonym:
- deluxe ,
- gilded ,
- grand ,
- luxurious ,
- opulent ,
- princely ,
- sumptuous
1. Πλούσια και ανώτερη στην ποιότητα
- "Πριγκιπικό ποσό"
- "Επιχρυσωμένες τραπεζαρίες"
- συνώνυμο:
- πολυτελήσ ,
- επιχρυσωμένο ,
- μεγάλος ,
- πολυτελής ,
- παραλληλόγραμμο ,
- πριγκιπάτου ,
- πλουσιοπάροχοσ
2. Elegant and sumptuous
- "A deluxe car"
- "Luxe accommodations"
- synonym:
- deluxe ,
- de luxe ,
- luxe
2. Κομψό και πολυτελές
- "Πολυτελές αυτοκίνητο"
- "Πολυτελή καταλύματα"
- συνώνυμο:
- πολυτελήσ ,
- ντε Λουξ ,
- λουξ