Translation meaning & definition of the word "delusion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυταπάτη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Delusion
[Αποστασιοποίηση]/dɪluʒən/
noun
1. (psychology) an erroneous belief that is held in the face of evidence to the contrary
- synonym:
- delusion ,
- psychotic belief
1. (ψυχολογία) μια εσφαλμένη πεποίθηση που παρατηρείται εν όψει αποδείξεων για το αντίθετο
- συνώνυμο:
- αυταπάτη ,
- ψυχωτική πεποίθηση
2. A mistaken or unfounded opinion or idea
- "He has delusions of competence"
- "His dreams of vast wealth are a hallucination"
- synonym:
- delusion ,
- hallucination
2. Μια λανθασμένη ή αβάσιμη γνώμη ή ιδέα
- "Έχει αυταπάτες ικανότητας"
- "Τα όνειρά του για τεράστιο πλούτο είναι μια ψευδαίσθηση"
- συνώνυμο:
- αυταπάτη ,
- ψευδαίσθηση
3. The act of deluding
- Deception by creating illusory ideas
- synonym:
- delusion ,
- illusion ,
- head game
3. Η πράξη της απάτης
- Εξαπάτηση δημιουργώντας ψευδαισθήσεις
- συνώνυμο:
- αυταπάτη ,
- ψευδαίσθηση ,
- παιχνίδι κεφαλής