Translation meaning & definition of the word "delivery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράδοση" στην ελληνική γλώσσα
Delivery
[Παράδοση]noun
1. The act of delivering or distributing something (as goods or mail)
- "His reluctant delivery of bad news"
- synonym:
- delivery ,
- bringing
1. Η πράξη της παράδοσης ή της διανομής κάτι αγαθών (ας ή ταχυδρομίου
- "Είναι απρόθυμη παράδοση των κακών ειδήσεων"
- συνώνυμο:
- παράδοση ,
- φέρνω
2. The event of giving birth
- "She had a difficult delivery"
- synonym:
- delivery
2. Το γεγονός της γέννησης
- "Είχε μια δύσκολη παράδοση"
- συνώνυμο:
- παράδοση
3. Your characteristic style or manner of expressing yourself orally
- "His manner of speaking was quite abrupt"
- "Her speech was barren of southernisms"
- "I detected a slight accent in his speech"
- synonym:
- manner of speaking ,
- speech ,
- delivery
3. Το χαρακτηριστικό στυλ ή τον τρόπο έκφρασης του εαυτού σας προφορικά
- "Ο τρόπος της ομιλίας του ήταν αρκετά απότομος"
- "Η ομιλία της ήταν άγονη από νοτιοανατολισμούς"
- "Εντόπισα μια μικρή προφορά στην ομιλία του"
- συνώνυμο:
- τρόπος ομιλίας ,
- ομιλία ,
- παράδοση
4. The voluntary transfer of something (title or possession) from one party to another
- synonym:
- delivery ,
- livery ,
- legal transfer
4. Η εθελοντική μεταφορά κάτι (τίτλου ή κατοχής) από το ένα κόμμα στο άλλο
- συνώνυμο:
- παράδοση ,
- αναλγητικό ,
- νόμιμη μεταφορά
5. (baseball) the act of throwing a baseball by a pitcher to a batter
- synonym:
- pitch ,
- delivery
5. (βασεμπολ) η πράξη της ρίψης ενός μπέιζμπολ από μια στάμνα σε ένα κτύπημα
- συνώνυμο:
- πίσσα ,
- παράδοση
6. Recovery or preservation from loss or danger
- "Work is the deliverance of mankind"
- "A surgeon's job is the saving of lives"
- synonym:
- rescue ,
- deliverance ,
- delivery ,
- saving
6. Ανάκτηση ή διατήρηση από απώλεια ή κίνδυνο
- "Η εργασία είναι η απελευθέρωση της ανθρωπότητας"
- "Η δουλειά ενός χειρουργού είναι η σωτηρία των ζωών"
- συνώνυμο:
- διάσωση ,
- απελευθέρωση ,
- παράδοση ,
- αποθήκευση
7. The act of delivering a child
- synonym:
- delivery ,
- obstetrical delivery
7. Η πράξη της απόδοσης ενός παιδιού
- συνώνυμο:
- παράδοση ,
- μαιευτική παράδοση