Translation meaning & definition of the word "delirious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δελεαστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Delirious
[Παράλυτοσ]/dɪlɪriəs/
adjective
1. Experiencing delirium
- synonym:
- delirious ,
- hallucinating
1. Βιώνοντας το παραλήρημα
- συνώνυμο:
- παραληρηματικόσ ,
- παραισθήσεισ
2. Marked by uncontrolled excitement or emotion
- "A crowd of delirious baseball fans"
- "Something frantic in their gaiety"
- "A mad whirl of pleasure"
- synonym:
- delirious ,
- excited ,
- frantic ,
- mad ,
- unrestrained
2. Χαρακτηρίζεται από ανεξέλεγκτο ενθουσιασμό ή συναίσθημα
- "Ένα πλήθος παραληρηματικών οπαδών του μπέιζμπολ"
- "Κάτι ξέφρενο στην ευθυμία τους"
- "Μια τρελή ανεμοστρόβιλος ευχαρίστησης"
- συνώνυμο:
- παραληρηματικόσ ,
- ενθουσιασμένος ,
- ξέφρενοσ ,
- τρελός ,
- ανεξέλεγκτη
Examples of using
Tom's delirious.
Ο Τομ είναι παραληρηματικός.
Tom's delirious.
Ο Τομ είναι παραληρηματικός.
Tom's delirious.
Ο Τομ είναι παραληρηματικός.