Translation meaning & definition of the word "delinquent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγκατάλειψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Delinquent
[Παραβατικός]/dɪlɪŋkwənt/
noun
1. A young offender
- synonym:
- delinquent ,
- juvenile delinquent
1. Ένας νεαρός δράστης
- συνώνυμο:
- παραβάτησ ,
- νεανικός παραβάτης
adjective
1. Guilty of a misdeed
- "Delinquent minors"
- synonym:
- delinquent
1. Ένοχος για παράπτωμα
- "Εγκαταλελειμμένοι ανήλικοι"
- συνώνυμο:
- παραβάτησ
2. Failing in what duty requires
- "Derelict (or delinquent) in his duty"
- "Neglectful of his duties"
- "Remiss of you not to pay your bills"
- synonym:
- derelict ,
- delinquent ,
- neglectful ,
- remiss
2. Αποτυχία σε ό, τι απαιτεί το καθήκον
- "Εγκαταλείψτε το (ορ παραληρητικό) στο καθήκον του"
- "Αγνοεί τα καθήκοντά του"
- "Απαιτήστε από εσάς να μην πληρώσετε τους λογαριασμούς σας"
- συνώνυμο:
- εγκαταλείπω ,
- παραβάτησ ,
- παραμελημένος ,
- επαναλαμβάνω
3. Past due
- Not paid at the scheduled time
- "An overdue installment"
- "A delinquent account"
- synonym:
- delinquent ,
- overdue
3. Παρελθόν
- Δεν πληρώνεται την προγραμματισμένη ώρα
- "Καθυστερημένη δόση"
- "Παραβατικός λογαριασμός"
- συνώνυμο:
- παραβάτησ ,
- καθυστερημένοσ