Translation meaning & definition of the word "delighted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φωτισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Delighted
[Απολαύσει]/dɪlaɪtəd/
adjective
1. Greatly pleased
- synonym:
- delighted
1. Πολύ ευχαριστημένος
- συνώνυμο:
- ευχαριστημένος
2. Filled with wonder and delight
- synonym:
- beguiled ,
- captivated ,
- charmed ,
- delighted ,
- enthralled ,
- entranced
2. Γεμάτο με θαύμα και απόλαυση
- συνώνυμο:
- παρακινείται ,
- γοητευμένος ,
- ευχαριστημένος ,
- συναρπαστικό ,
- παρακινούμενοσ
Examples of using
I'm delighted to meet you.
Χαίρομαι που σε γνωρίζω.
Tom is delighted.
Ο Τομ είναι ευχαριστημένος.
I'd be delighted if they asked me to give a speech.
Θα χαιρόμουν αν μου ζητούσαν να μιλήσω.