Translation meaning & definition of the word "delicatessen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δελικατέσεν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Delicatessen
[Ντελικατέσεν]/dɛlɪkətɛsən/
noun
1. Ready-to-eat food products
- synonym:
- delicatessen ,
- delicatessen food
1. Έτοιμα προς κατανάλωση προϊόντα διατροφής
- συνώνυμο:
- ντελικατέσεν ,
- ντελικατέσεν φαγητό
2. A shop selling ready-to-eat food products
- synonym:
- delicatessen ,
- deli ,
- food shop
2. Ένα κατάστημα που πωλεί έτοιμα προς κατανάλωση προϊόντα διατροφής
- συνώνυμο:
- ντελικατέσεν ,
- ντέλι ,
- κατάστημα τροφίμων