Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "delicate" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαλεκτικό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Delicate

[Λεπτόσ]
/dɛləkət/

adjective

1. Exquisitely fine and subtle and pleasing

  • Susceptible to injury
  • "A delicate violin passage"
  • "Delicate china"
  • "A delicate flavor"
  • "The delicate wing of a butterfly"
    synonym:
  • delicate

1. Εξαιρετικά ωραία και λεπτή και ευχάριστη

  • Ευαίσθητος στον τραυματισμό
  • "Ένα λεπτό πέρασμα βιολιού"
  • "Λεπτή κίνα"
  • "Μια λεπτή γεύση"
  • "Η λεπτή πτέρυγα μιας πεταλούδας"
    συνώνυμο:
  • λεπτός

2. Marked by great skill especially in meticulous technique

  • "A surgeon's delicate touch"
    synonym:
  • delicate

2. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη ικανότητα ειδικά σε σχολαστική τεχνική

  • "Το λεπτό άγγιγμα ενός χειρουργού"
    συνώνυμο:
  • λεπτός

3. Easily broken or damaged or destroyed

  • "A kite too delicate to fly safely"
  • "Fragile porcelain plates"
  • "Fragile old bones"
  • "A frail craft"
    synonym:
  • delicate
  • ,
  • fragile
  • ,
  • frail

3. Εύκολα σπασμένος ή κατεστραμμένος ή κατεστραμμένος

  • "Ένας χαρταετός είναι πολύ ευαίσθητος για να πετάξει με ασφάλεια"
  • "Εύθραυστες πλάκες πορσελάνης"
  • "Εύθραυστα παλιά οστά"
  • "Ένα εύθραυστο σκάφος"
    συνώνυμο:
  • λεπτός
  • ,
  • εύθραυστοσ

4. Easily hurt

  • "Soft hands"
  • "A baby's delicate skin"
    synonym:
  • delicate
  • ,
  • soft

4. Πονάει εύκολα

  • "Μαλακά χέρια"
  • "Το λεπτό δέρμα ενός μωρού"
    συνώνυμο:
  • λεπτός
  • ,
  • μαλακός

5. Developed with extreme delicacy and subtlety

  • "The satire touches with finespun ridicule every kind of human pretense"
    synonym:
  • finespun
  • ,
  • delicate

5. Αναπτύχθηκε με ακραία λιχουδιά και λεπτότητα

  • "Η σάτιρα αγγίζει με φινέτσα γελοιοποιεί κάθε είδους ανθρώπινη προσποίηση"
    συνώνυμο:
  • φινέτσα
  • ,
  • λεπτός

6. Difficult to handle

  • Requiring great tact
  • "Delicate negotiations with the big powers"
  • "Hesitates to be explicit on so ticklish a matter"
  • "A touchy subject"
    synonym:
  • delicate
  • ,
  • ticklish
  • ,
  • touchy

6. Δύσκολο να χειριστεί

  • Απαιτεί μεγάλη τακτική
  • "Λεπτές διαπραγματεύσεις με τις μεγάλες δυνάμεις"
  • "Καθορίζει να είναι σαφής σε έτσι επιλέξτε ένα θέμα"
  • "Ένα ευαίσθητο θέμα"
    συνώνυμο:
  • λεπτός
  • ,
  • επιτήδειοσ
  • ,
  • αιχμηρός

7. Of an instrument or device

  • Capable of registering minute differences or changes precisely
  • "Almost undetectable with even the most delicate instruments"
    synonym:
  • delicate

7. Από ένα όργανο ή μια συσκευή

  • Ικανό να καταγράφει τις μικρές διαφορές ή τις αλλαγές με ακρίβεια
  • "Σχεδόν μη ανιχνεύσιμα με ακόμη και τα πιο ευαίσθητα όργανα"
    συνώνυμο:
  • λεπτός

Examples of using

That girl has very delicate features.
Αυτό το κορίτσι έχει πολύ λεπτά χαρακτηριστικά.
Happiness is a delicate flower.
Η ευτυχία είναι ένα λεπτό λουλούδι.
That was a very delicate situation.
Αυτή ήταν μια πολύ λεπτή κατάσταση.