Translation meaning & definition of the word "delicacy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δελτικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Delicacy
[Περιποίηση]/dɛləkəsi/
noun
1. The quality of being beautiful and delicate in appearance
- "The daintiness of her touch"
- "The fineness of her features"
- synonym:
- daintiness ,
- delicacy ,
- fineness
1. Η ποιότητα του να είναι όμορφη και λεπτή στην εμφάνιση
- "Η βαρβαρότητα του αγγίγματός της"
- "Η λεπτότητα των χαρακτηριστικών της"
- συνώνυμο:
- βαφή ,
- λιχουδιά ,
- λεπτότητα
2. Something considered choice to eat
- synonym:
- dainty ,
- delicacy ,
- goody ,
- kickshaw ,
- treat
2. Κάτι που θεωρείται επιλογή για φαγητό
- συνώνυμο:
- ανόητοσ ,
- λιχουδιά ,
- καλός ,
- πατίνι ,
- αποτελώ
3. Refined taste
- Tact
- synonym:
- delicacy ,
- discretion
3. Εκλεπτυσμένη γεύση
- Τακτική
- συνώνυμο:
- λιχουδιά ,
- διακριτικότητα
4. Smallness of stature
- synonym:
- delicacy ,
- slightness
4. Μικρότητα του αναστήματος
- συνώνυμο:
- λιχουδιά ,
- ελαφρότητα
5. Lack of physical strength
- synonym:
- fragility ,
- delicacy
5. Έλλειψη σωματικής δύναμης
- συνώνυμο:
- ευθραυστότητα ,
- λιχουδιά
6. Subtly skillful handling of a situation
- synonym:
- delicacy ,
- diplomacy ,
- discreetness ,
- finesse
6. Επιδέξια επαγγελματική διαχείριση μιας κατάστασης
- συνώνυμο:
- λιχουδιά ,
- διπλωματία ,
- διακριτικότητα ,
- φινέτσα
7. Lightness in movement or manner
- synonym:
- airiness ,
- delicacy
7. Ελαφρότητα στην κίνηση ή τον τρόπο
- συνώνυμο:
- ευαίσθητο ,
- λιχουδιά