Translation meaning & definition of the word "deliberate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απελευθέρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deliberate
[Αποβιβάζω]/dɪlɪbərət/
verb
1. Think about carefully
- Weigh
- "They considered the possibility of a strike"
- "Turn the proposal over in your mind"
- synonym:
- consider ,
- debate ,
- moot ,
- turn over ,
- deliberate
1. Σκεφτείτε προσεκτικά
- Ζυγίζω
- "Έλαβαν υπόψη το ενδεχόμενο απεργίας"
- "Γυρίστε την πρόταση στο μυαλό σας"
- συνώνυμο:
- εξετάζω ,
- συζήτηση ,
- ανακατώνω ,
- αναποδογυρίζω ,
- σκόπιμος
2. Discuss the pros and cons of an issue
- synonym:
- debate ,
- deliberate
2. Συζητήστε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα ενός ζητήματος
- συνώνυμο:
- συζήτηση ,
- σκόπιμος
adjective
1. Carefully thought out in advance
- "A calculated insult"
- "With measured irony"
- synonym:
- deliberate ,
- calculated ,
- measured
1. Προσεκτικά μελετημένος εκ των προτέρων
- "Υπολογισμένη προσβολή"
- "Με μέτρηση ειρωνείας"
- συνώνυμο:
- σκόπιμος ,
- υπολογίστηκε ,
- μετρημένος
2. Unhurried and with care and dignity
- "Walking at the same measured pace"
- "With all deliberate speed"
- synonym:
- careful ,
- deliberate ,
- measured
2. Απρόσκοπτη και με φροντίδα και αξιοπρέπεια
- "Περπατώντας με τον ίδιο μετρημένο ρυθμό"
- "Με όλη τη σκόπιμη ταχύτητα"
- συνώνυμο:
- προσεκτικός ,
- σκόπιμος ,
- μετρημένος