Translation meaning & definition of the word "delft" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθυστέρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Delft
[Ντελφτ]/dɛlft/
noun
1. A style of glazed earthenware
- Usually white with blue decoration
- synonym:
- delft
1. Ένα στυλ από υαλοπίνακες πήλινα σκεύη
- Συνήθως λευκό με μπλε διακόσμηση
- συνώνυμο:
- ντελφτ