Translation meaning & definition of the word "delegate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απομακρύνεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Delegate
[Αντιπρόσωπος]/dɛləget/
noun
1. A person appointed or elected to represent others
- synonym:
- delegate
1. Ένα άτομο που διορίζεται ή εκλέγεται για να εκπροσωπήσει άλλους
- συνώνυμο:
- εξουσιοδοτώ
verb
1. Transfer power to someone
- synonym:
- delegate ,
- depute
1. Μεταφέρετε τη δύναμη σε κάποιον
- συνώνυμο:
- εξουσιοδοτώ ,
- αποθαρρύνω
2. Give an assignment to (a person) to a post, or assign a task to (a person)
- synonym:
- delegate ,
- designate ,
- depute ,
- assign
2. Δώστε μια ανάθεση σε (ά άτομο) σε μια δημοσίευση, ή να αναθέσετε μια εργασία σε (α άτομο)
- συνώνυμο:
- εξουσιοδοτώ ,
- ορίζω ,
- αποθαρρύνω ,
- αναθέτω