Translation meaning & definition of the word "dejected" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απορρίφθηκε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dejected
[Απορρίφθηκε]/dɪʤɛktɪd/
adjective
1. Affected or marked by low spirits
- "Is dejected but trying to look cheerful"
- synonym:
- dejected
1. Επηρεάζεται ή χαρακτηρίζεται από χαμηλά πνεύματα
- "Είναι απογοητευμένος αλλά προσπαθεί να φαίνεται χαρούμενος"
- συνώνυμο:
- απογοητευμένος